- προσχώνω
- προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.)3. συσσωρεύωμσν.-αρχ.ρίχνω χώμα πάνω σε κάτιαρχ.1. αποφράσσω ή γεμίζω κάτι με συσσώρευση ιλύος («ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη», Αριστοτ.)2. κατασκευάζω πρόχωμα με συσσώρευση χώματος3. σχηματίζω προβλήτα.
Dictionary of Greek. 2013.